Σπηλαία Άρκτος
Σπηλαία Άρκτος – Ursus etruscus. Οι προγονικές μορφές της άρκτου εμφανίζονται για πρώτη φορά πριν από περίπου 20 εκ. χρόνια (το γένος Ursavus), ακολουθεί το είδος Ursus etruscus, το οποίο έδωσε στο ένα εκατομμύριο χρόνια 2 κύριους κλάδους: τον «αρκτοειδή» κλάδο με τη σημερινή καφετιά αρκούδα (Ursus arctos) και το «σπηλαιοειδή» κλάδο με την Ursus deningeri αρχικά έως τις 100 χιλιάδες χρόνια και τέλος με τη σπηλαία άρκτο (Ursus spelaeus) μέχρι τις 10 χιλιάδες χρόνια, δηλαδή μέχρι το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, της βούρμιας. Με την εξαφάνισή της ο κλάδος αυτός της εξέλιξης διακόπηκε και σήμερα δεν υπάρχει κάποιο είδος αρκούδας που να θεωρείται απόγονός της.
Αρκούδα των σπηλαίων
Η σπηλαία άρκτος, παρότι ήταν ζώο μεγαλύτερης σωματικής μάζας από τη σημερινή καφετιά αρκούδα, είχε διατροφικές συνήθειες με έκδηλη φυτοφαγική τάση, όπως φαίνεται από τη διαμόρφωση της οδοντοστοιχίας της. Ίσως αυτή η διαφορά να ήταν καθοριστική για την εξαφάνισή της.
Τέλος, ίσως και ο προϊστορικός άνθρωπος έπαιξε σημαντικό ρόλο για την εξαφάνισή της. Μία νέα ανασκαφική παλαιοντολογική έρευνα στο σπήλαιο, ακολούθησε, κατά το 1992-93, τα αποτελέσματα της οποίας ανακοινώθηκαν το 1994 στο 5ο Διεθνές Συνέδριο (Αθήνα-Κρήτη) με θέμα «Ανάπτυξη, εξέλιξη και Περιβάλλον Σπηλαίων» και δημοσιεύτηκαν στο Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.
Η μελέτη αυτή, από τους Καθηγητές Π. Παυλάκη, A. Fistani και Ν. Συμεωνίδη, έδωσε νέα στοιχεία για την παλαιοντολογία του σπηλαίου του Περάματος. Προσδιόρισε, πέρα από την σπηλαία άρκτο, την παρουσία της αλεπούς (Vulpes vulpes) και του αίγαγρου (Capra ibex).
Σημαντικό στοιχείο, επίσης, είναι ότι το νέο υλικό της άρκτου, διαφοροποιείται από αυτό που είχε μελετηθεί στο παρελθόν, επειδή παρουσιάζει περισσότερο πρωτόγονους χαρακτήρες και φανερώνει μία αρχαϊκή Ursus spelaeus, η οποία εναλλακτικά, μπορεί να θεωρηθεί μία εξελιγμένη Ursus deningeri.
Η παρουσία μίας άρκτου φυλογενετικά προγενέστερης της σπηλαίας, υποδεικνύει πλούσια πανίδα για μακρά χρονική περίοδο, η οποία μπορεί να πλησιάζει το Κάτω Μέσο Πλειστόκαινο και συμπληρώνει τις προηγούμενες απόψεις.