Απολιθώματα
Τα απολιθώματα είναι αντικείμενο της επιστήμης της Παλαιοντολογίας, η οποία μελετά τους οργανισμούς που έζησαν στις γεωλογικές περιόδους του παρελθόντος. Τα συμπεράσματα που εξάγει η Παλαιοντολογία αφορούν είτε την εξέλιξη των διαφόρων οργανισμών, είτε χρονολογικά στοιχεία. Η Παλαιοντολογία στα σπήλαια μπορεί να αφορά δύο περιπτώσεις απολιθωμάτων.
Περιπτώσεις Απολιθωμάτων
Η πρώτη έχει να κάνει με ασπόνδυλους οργανισμούς μέσα στο ασβεστολιθικό πέτρωμα, τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά διότι μπορούν να δώσουν στοιχεία για την ηλικία του πετρώματος στο οποίο σχηματίστηκε το σπήλαιο. Όμως η περισσότερο γνωστή πλευρά της Παλαιοντολογίας των σπηλαίων αφορά την ανεύρεση απολιθωμένων οστών ζώων της προϊστορικής εποχής.
Χρονολόγηση & Σημαντικότητα Απολιθωμάτων
Η χρονολόγηση με τα παλαιοντολογικά δεδομένα είναι η λεγόμενη βιοχρονολογία, είναι έμμεση χρονολόγηση και βασίζεται στην εξέλιξη των ειδών και στο συνεχή χαρακτήρα που έχει αυτή. Η παλαιοντολογία μπορεί να χρονολογήσει τόσο σε επίπεδο είδους, με βάση τα μορφολογικά ή μετρικά εξελικτικά χαρακτηριστικά κάποιου ζώου, όσο και σε επίπεδο συνόλου ζώων, με βάση τη συνύπαρξη χαρακτηριστικών ζώων, που βρίσκονται σε κάποιους γεωλογικούς ορίζοντες στα ιζήματα. Η δεύτερη είναι εφικτή λόγω του ότι κατά τη διάρκεια της ιστορίας της ζωής, κάποια ζώα εξαφανίζονται, ενώ εμφανίζονται νέα. Αυτά τα γεγονότα οριοθετούν εποχές και η χρονολόγηση γίνεται με συσχετισμούς και συγκρίσεις.
Τα σπήλαια αποτελούν φυσικά αρχεία πληροφοριών του παρελθόντος, χρήσιμα τόσο στους αρχαιολόγους, όσο και στους παλαιοντολόγους, καθώς στο εσωτερικό τους επικρατούν ιδανικές συνθήκες απολίθωσης. Ωστόσο, απολιθώματα δε βρίσκονται σε όλα τα σπήλαια, αντιθέτως η εύρεσή τους είναι σπάνια και γι’ αυτό έχουν μεγάλη σημασία.
Το σπήλαιο του Περάματος είναι σημαντικό για τον ελληνικό χώρο, εφόσον έχουν βρεθεί απολιθώματα από την εξαφανισμένη σπηλαία άρκτο (Ursus spelaeus). Η Α. Πετροχείλου αναφέρει : «σ’ αυτό (το σπήλαιο Περάματος) βρήκα για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1956 δόντι σπηλαίας άρκτου». Η εύρεσή των απολιθωμάτων αναφέρθηκε το 1957 από τον Ι. Πετρόχειλο, στο Διεθνές Συνέδριο I.N.Q.U.A. στη Μαδρίτη. Αργότερα, το 1979, μελετήθηκαν απολιθώματα του σπηλαίου Περάματος, από τους Καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Ν. Συμεωνίδη και Γ. Θεοδώρου.
Στο υλικό της μελέτης των παραπάνω περιλαμβάνονται οστά του μετακρανιακού σκελετού, απολελυμένοι οδόντες ή οδόντες σε τμήμα της άνω γνάθου, δηλ. σε θέση. Το υλικό είναι πολύ χαρακτηριστικό για τον προσδιορισμό της σπηλαίας άρκτου με βάση μορφολογικά και μετρικά χαρακτηριστικά. Τα απολιθώματα αυτά ανήκουν στην περίοδο του Άνω Πλειστοκαίνου όπου έζησε και εξαπλώθηκε αυτό το ζώο.
Η σπηλαία άρκτος είναι από τις μεγαλύτερες αρκούδες που έζησαν, με βάρος που μπορεί να έφτανε το μισό τόννο, με ύψος μεγαλύτερο από 2,5 μέτρα σε όρθια στάση, μεγάλο κρανίο με αναθολωμένο μέτωπο και γενικά εύρωστο σκελετό . Η αρκούδα αυτή είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό ζώο της περιόδου του Άνω Πλειστοκαίνου (10.000-100.000 χρόνια) για το χώρο της Ευρώπης και της Ελλάδας.
Σε αυτήν την περίοδο οι συνθήκες ήταν διαφορετικές με την εμφάνιση επαναλαμβανόμενων παγετωδών περιόδων. Για τα ζώα αυτά τα σπήλαια αποτέλεσαν συχνά χώρο διαβίωσης, χειμερινής νάρκης, γένεσης των μικρών και έτσι σχεδόν πάντα εντοπίζονται υπολείμματά τους μεταξύ των απολιθωμάτων που βρίσκονται σε αυτά. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα βρίσκονται απολιθώματα μόνο από σπηλαία άρκτο, όπως συμβαίνει και στο σπήλαιο του Περάματος.